ακοπρώδης

ακοπρώδης
ἀκοπρώδης (-ους), -ες (Α) [ἄκοπρος]
αυτός που παράγει λίγα περιττώματα
«ἀκοπρωδέστερον τὸ ἐφθὸν μελίκρητον τοῡ ὠμοῡ» (Ιπποκράτης).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀκοπρωδέστερον — ἀκοπρώδης producing little excrement adverbial comp ἀκοπρώδης producing little excrement masc acc comp sg ἀκοπρώδης producing little excrement neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκοπρος — η, ο (Α ἄκοπρος, ον) ο ακόπριστος* αρχ. 1. αυτός που δημιουργεί λίγα κόπρανα 2. όποιος πάσχει από δυσκοιλιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κόπρος. ΠΑΡ. αρχ. ἀκοπρώδης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”